- ὁμοιοτήτων
- ὁμοιότηςlikenessfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
παρόμοιασμα — το [παρομοιάζω] 1. λάθος στην αναγνώριση ενός προσώπου ή πράγματος εξαιτίας τής ομοιότητάς τους με άλλα 2. σύγκριση δύο ή περισσότερων προσώπων ή αντικειμένων και ανεύρεση τών ομοιοτήτων και τών διαφορών τους, παρομοίωση … Dictionary of Greek
ρέθος — εος, τὸ, Α 1. το πρόσωπο («ῥέθος ἀελίω δεῑξον», Ευρ.) 2. το σώμα 3. πληθ. τὰ ῥέθη τα μέλη τού σώματος («ψυχὴ δ ἐκ ῥεθέων πταμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ῥέθος απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική ποίηση με τη σημ. «πρόσωπο» και με… … Dictionary of Greek
σύγκριση — η / σύγκρισις, ίσεως, ΝΑ [συγκρίνω] η δια τών αισθήσεων επιδίωξη τού προσδιορισμού τών ομοιοτήτων, τών διαφορών και γενικά τών σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή φαινομένων προς τα οποία η προσοχή τού υποκειμένου… … Dictionary of Greek
φαινετικός — ή, ό, Ν βιολ. 1. (σχετικά με σχέσεις μεταξύ οργανισμών ή ομάδων οργανισμών) αυτός που γίνεται αποδεκτός στη βάση γενικών ομοιοτήτων και διαφορών 2. φρ. «φαινετική ταξινόμηση» ταξινόμηση που βασίζεται καθαρά σε ομοιότητες τών φαινοτυπικών… … Dictionary of Greek
Λεβί-Στρος, Κλοντ — (Claude Lévi Strauss, Βρυξέλλες 1908 –). Γάλλος εθνολόγος. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και το 1935 διορίστηκε καθηγητής της κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Σαο Πάολο της Βραζιλίας. Από την περίοδο αυτή χρονολογούνται το… … Dictionary of Greek
Μάγερ, Βίκτορ — (Victor Meyer, Βερολίνο 1848 – 1897). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης –λαμβάνοντας διδακτορικό τίτλο σε ηλικία μόλις 18 ετών– και ξεκίνησε έρευνα σχετικά με τη σύνθεση της καμφοράς. Το 1871… … Dictionary of Greek
παλαιοχλωρίδα — Κλάδος της παλαιοβοτανικής, που περιλαμβάνει τη μελέτη της χλωρίδας ορισμένης περιοχής κατά τη διάρκεια καθορισμένης χρονικής περιόδου στο παρελθόν. Η π. ασχολείται επίσης και με τον προσδιορισμό των ομοιοτήτων και των διαφορών των σύγχρονων… … Dictionary of Greek
διαφορά — η 1. απουσία κοινών στοιχείων, ομοιοτήτων: Απορώ πώς παντρεύτηκαν, με τόσες διαφορές χαρακτήρα που έχουν. 2. φιλονικία, ασυμφωνία απόψεων: Οι δυο γείτονες αποφάσισαν την επίλυση των διαφορών τους στο δικαστήριο. 3. (μαθημ.), το υπόλοιπο, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)